τάσσιμο

τάσσιμο
το, Ν
(στον Ερωτόκρ.) βλ. τάξιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τάξιμο — και τάσσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τάζω, υπόσχεση 2. υπόσχεση για αφιέρωση σε ναό, τάμα 3. (κατ επέκτ.) αντικείμενο προσφερόμενο σε άγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έταξα τού τάζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. παίξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”